- συκηγορία
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) ψευδής κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -ηγορία (< -ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγορία. Το -ητού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης].
Dictionary of Greek. 2013.